Κύτταρα


Περπατούσα

στην ακρογιαλιά

με τα μελλοντόμορφα ρόδα

η θάλασσα πηχτή

παγωμένη

ακίνητη

αφιλόξενη σκέφτηκα…


κάτω απ’τα πέλματά μου

τα ίχνη όλων των ανθρώπων

πάνω μου

χιλιάδες ουρανοί

άλλοι νιογέννητοι

άλλοι έφηβοι και ζωηροί

να εκτείνονται με έπαρση

σε όλες τις διαστάσεις

κι άλλοι γέροντες πια

υπερήλικες

που ξεψυχούσαν εκπνέοντας

βροχές από αίμα και θειάφι…


άκουγα τους ήχους των ψυχών

μακριά

απόστατους

και τρομερούς

το Άπειρο είχε ορμήξει

και με κατανάλωνε

τα κύτταρά μου

ορφάνευαν

κι έδιωχναν από πάνω τους

περίσσεια αιωνιότητας

που έπεφτε

σα ρούχο άχρηστο

στ’αχνάρια των ανθρώπων


από τα βάθη του ορίζοντα

άκουγα ρόγχους

από θνήσκοντες θεούς

σα θύελλα ξεσπούσε στ’αυτιά μου

μια αλλόκοτη σκόνη από ηχομορφές

που έλιωνε στο σώμα μου

γινόταν σωματίδια χρόνου

κι έντυνε σεντόνι σάρκωσης

τα ίχνη των ανθρώπων…


που είσαι; είπα

κι είδα τα γράμματα

να σχηματίζονται για λίγο

στην επιφάνεια της θάλασσας

κι ύστερα ν’αφανίζονται


σφίχτηκε η καρδιά μου

πονούσα

το στερέωμα γεννιόταν και πέθαινε

κάθε στιγμή

το μόνο αμετάβλητο

το πρόσωπό μου

πεισματικά αρνιόταν

να εγκαταλείψει το ανάγλυφό του…


κι ύστερα είδα

σα νύχτιο σέλας

στους φρενιασμένους ουρανούς

εκείνο το χαμόγελο

που μου είχες δωρίσει

όταν πρωτανταμώσαμε


πέταξα στη θάλασσα

τους δυο μου πνεύμονες

και το βλέμμα της Γνώσης των Πραγμάτων

κι έκανα το επόμενό μου βήμα

στο Υπέροχό σου…