κόκκινα πρωινά στον Άδη


φριχτά όνειρα
έκαναν τους ανθρώπους
να μοιάζουν με ασήμαντες στιγμές
κοιλότητες στο ματωμένο χρόνο
αυτό έγιναν
και άδεια λόγια

και ποιος αξίζει το βλέμμα του;
ποιος αξίζει τα όνειρά του;
ποιος αξίζει να φλέγεται
στο διηνεκές
χωρίς να καίγεται;

τα χέρια σήκωναν ψηλά
οι προπάτορες
είχαν ακόμη χέρια
να συνομιλούν με τους θεούς
έσφαξαν τον γιο του Πρώτου
βίασαν ξανά και ξανά
την θυγατέρα του Έσχατου
διαμέλισαν τον αποφλοιωμένο Προμηθέα
και τον δειπνούσαν κάθε εποχή φωτός
για να μην τους μισήσει το σκότος...

και ποιος αξίζει τη φωνή του;
ποιος αξίζει το σπέρμα του;
ποιος λέγεται ακόμη θεός θνητός
και ποιος ορέγεται το ήμαρ της Πενθεσίλειας;

βλάσφημοι εφιάλτες
έκαναν τους ανθρώπους άπληστους
έκαναν τους γόνους τους
ουτιδανούς και αχρείους
έκαναν τα δειλινά τους
να μοιάζουν με κόκκινα πρωινά στον Άδη

έλα
μου έγνεψε ο Έλληνας
εκείνο το απόγευμα
που έλιωνε ο κόσμος ολόγυρα
και περπατούσαμε ανέμελοι
πάνω στα λευκά κρανία
των συντρόφων...